νεοσσιά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νεοσσιᾱ́ | αἱ | νεοσσιαί |
γενική | τῆς | νεοσσιᾶς | τῶν | νεοσσιῶν |
δοτική | τῇ | νεοσσιᾷ | ταῖς | νεοσσιαῖς |
αιτιατική | τὴν | νεοσσιᾱ́ν | τὰς | νεοσσιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | νεοσσιᾱ́ | νεοσσιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεοσσιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεοσσιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεοσσιά < + -ιά → δείτε νεοσσός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοσσιά
- (ορνιθολογία) η φωλιά πουλιού με τους νεοσσούς του
- (κατ’ επέκταση) η φωλιά, το λημέρι οποιουδήποτε ζώου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νεοσσιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεοσσιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.