Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεορεαλιστικός η νεορεαλιστική το νεορεαλιστικό
      γενική του νεορεαλιστικού της νεορεαλιστικής του νεορεαλιστικού
    αιτιατική τον νεορεαλιστικό τη νεορεαλιστική το νεορεαλιστικό
     κλητική νεορεαλιστικέ νεορεαλιστική νεορεαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεορεαλιστικοί οι νεορεαλιστικές τα νεορεαλιστικά
      γενική των νεορεαλιστικών των νεορεαλιστικών των νεορεαλιστικών
    αιτιατική τους νεορεαλιστικούς τις νεορεαλιστικές τα νεορεαλιστικά
     κλητική νεορεαλιστικοί νεορεαλιστικές νεορεαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεορεαλιστικός < νεορεαλισμός

  Επίθετο επεξεργασία

νεορεαλιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία