νεοπαγανιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοπαγανιστής < νεο- + παγανιστής < παγανισμός + -ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοπαγανιστής αρσενικό (θηλυκό νεοπαγανίστρια)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νέος και παγανισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοπαγανιστής
|