Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοαπομονωτισμός οι νεοαπομονωτισμοί
      γενική του νεοαπομονωτισμού των νεοαπομονωτισμών
    αιτιατική τον νεοαπομονωτισμό τους νεοαπομονωτισμούς
     κλητική νεοαπομονωτισμέ νεοαπομονωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοαπομονωτισμός < νεο- + απομονωτισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοαπομονωτισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία