νεοαπομονωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοαπομονωτισμός < νεο- + απομονωτισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοαπομονωτισμός αρσενικό
- απομονωτισμός με διαφορετικά χαρακτηριστικά από ανάλογους παλαιότερων περιόδων
- ※ Από τη μία η υποχώρηση της ισχύος και ο κατακερματισμός της Δύσης, ο νεοαπομονωτισμός των ΗΠΑ, το Brexit και η εσωστρέφεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι από την άλλη η άνοδος δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ρωσία, αλλά και του G-20, άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία, δημιουργώντας ευρύτατες ανακατατάξεις και αναζωπυρώνοντας μια αλυσίδα από περιφερειακές εστίες συγκρούσεων. (https://tvxs.gr, 13.01.2020)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοαπομονωτισμός
|