νεοαθεϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοαθεϊσμός < (άμεσο δάνειο) αγγλική new atheism, νεο- + αθεϊσμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοαθεϊσμός αρσενικό
- πολιτικός αθεϊσμός
- επιθετικός-κριτικός ή δηκτικός αθεϊσμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοαθεϊσμός