νεκρεγερσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεκρεγερσία < μεσαιωνική ελληνική νεκρεγερσία < αρχαία ελληνική νεκρός + ἔγερσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεκρεγερσία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η έγερση από τους νεκρούς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεκρεγερσία
|