Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυπλιώτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ναυπλιώτικ
ος
η
ναυπλιώτικ
η
το
ναυπλιώτικ
ο
γενική
του
ναυπλιώτικ
ου
της
ναυπλιώτικ
ης
του
ναυπλιώτικ
ου
αιτιατική
τον
ναυπλιώτικ
ο
τη
ναυπλιώτικ
η
το
ναυπλιώτικ
ο
κλητική
ναυπλιώτικ
ε
ναυπλιώτικ
η
ναυπλιώτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ναυπλιώτικ
οι
οι
ναυπλιώτικ
ες
τα
ναυπλιώτικ
α
γενική
των
ναυπλιώτικ
ων
των
ναυπλιώτικ
ων
των
ναυπλιώτικ
ων
αιτιατική
τους
ναυπλιώτικ
ους
τις
ναυπλιώτικ
ες
τα
ναυπλιώτικ
α
κλητική
ναυπλιώτικ
οι
ναυπλιώτικ
ες
ναυπλιώτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυπλιώτικος
<
Ναύπλιο
+
-ιώτικος
Επίθετο
επεξεργασία
ναυπλιώτικος
σχετικός με το
Ναύπλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυπλιώτικος