ναστόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναστόχαρτο < αρχαία ελληνική ναστ(ός) + -ό- + χαρτ(ί) + -ο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /naˈsto.xaɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐στό‐χαρ‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναστόχαρτο ουδέτερο
- το χαρτόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναστόχαρτο
|