ναστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ναστός | η | ναστή | το | ναστό |
γενική | του | ναστού | της | ναστής | του | ναστού |
αιτιατική | τον | ναστό | τη | ναστή | το | ναστό |
κλητική | ναστέ | ναστή | ναστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ναστοί | οι | ναστές | τα | ναστά |
γενική | των | ναστών | των | ναστών | των | ναστών |
αιτιατική | τους | ναστούς | τις | ναστές | τα | ναστά |
κλητική | ναστοί | ναστές | ναστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναστός < αρχαία ελληνική ναστός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ναστός, -ή, -ό
- που έχει κατασκευαστεί ασκώντας μεγάλη συμπίεση σε κάποιο υλικό
- (κατ’ επέκταση) που αποτελείται από συμπιεσμένη μάζα χωρίς κενά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναστός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ναστός | ἡ | ναστή | τὸ | ναστόν |
γενική | τοῦ | ναστοῦ | τῆς | ναστῆς | τοῦ | ναστοῦ |
δοτική | τῷ | ναστῷ | τῇ | ναστῇ | τῷ | ναστῷ |
αιτιατική | τὸν | ναστόν | τὴν | ναστήν | τὸ | ναστόν |
κλητική ὦ! | ναστέ | ναστή | ναστόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ναστοί | αἱ | νασταί | τὰ | ναστᾰ́ |
γενική | τῶν | ναστῶν | τῶν | ναστῶν | τῶν | ναστῶν |
δοτική | τοῖς | ναστοῖς | ταῖς | νασταῖς | τοῖς | ναστοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ναστούς | τὰς | ναστᾱ́ς | τὰ | ναστᾰ́ |
κλητική ὦ! | ναστοί | νασταί | ναστᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναστώ | τὼ | ναστᾱ́ | τὼ | ναστώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ναστοῖν | τοῖν | νασταῖν | τοῖν | ναστοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναστός < νάσσω
Επίθετο επεξεργασία
ναστός, -ή, -όν
- συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
- Τοῖσι δὲ ἄῤῥεσι καὶ ἡ στενοχωρίη καὶ ἡ πυκνότης τοῦ σώματος μέγα συμβάλλεται μὴ εἶναι μεγάλας τὰς ἀδένας· τὸ γὰρ ἄῤῥεν ναστόν ἐστι καὶ οἷον εἷμα πυκνὸν καὶ ὁρέοντι καὶ ἐπαφομένῳ·
- ΣτΕ: Ο Ιπποκράτης περιγράφει τους μαστούς των ανδρών σε αντίθεση με τους γυναικείους μαστούς.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
- που είναι γεμάτος από κάτι, πλήρης
- συμπαγής, στερεός
- (για σφυγμό) πυκνός
- (το αρσενικό ως ουσιαστικό) (ὁ ναστός): καλά ζυμωμένη πίτα, που χρησιμοποιούνταν σε θυσίες, τυρόπιτα
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1142 (1141-1142)
- ἐφ᾽ ᾧτε μετέχειν καὐτός, ὦ τοιχωρύχε· | ἧκεν γὰρ ἄν σοι ναστὸς εὖ πεπεμμένος.
- Μονάχα για να πάρεις μερτικό, λωποδύτη, | γιατί σου ᾽δινα καρβέλι ανεβατό και καλοζύμωτο.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἐφ᾽ ᾧτε μετέχειν καὐτός, ὦ τοιχωρύχε· | ἧκεν γὰρ ἄν σοι ναστὸς εὖ πεπεμμένος.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 567
- ἢν δ᾽ Ἡρακλέει θύῃσι, λάρῳ ναστοὺς θύειν μελιτοῦντας·
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 76 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ναστὸς ἄρτος ζυμίτης καλεῖται μέγας, ὥς φησι Πολέμαρχος καὶι Ἀρτεμίδωρος, Ἡρακλέων δὲ πλακοῦντος εἶδος. Νικόστρατος δ’ ἐν Κλίνῃ·
ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος, δέσποτα,
λευκός· τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ.
- ναστὸς ἄρτος ζυμίτης καλεῖται μέγας, ὥς φησι Πολέμαρχος καὶι Ἀρτεμίδωρος, Ἡρακλέων δὲ πλακοῦντος εἶδος. Νικόστρατος δ’ ἐν Κλίνῃ·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1142 (1141-1142)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ναστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.