ναρκομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναρκομανία < ναρκομαν(ής) + -ία. Δείτε και -μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναρκομανία θηλυκό
- η ουσιοεξάρτηση, η ιδιότητα του ναρκομανούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναρκομανία
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)