Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοϊατρική οι νανοϊατρικές
      γενική της νανοϊατρικής των νανοϊατρικών
    αιτιατική τη νανοϊατρική τις νανοϊατρικές
     κλητική νανοϊατρική νανοϊατρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανοϊατρική < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanomedicine. Μορφολογικά αναλύεται σε νανο- + ιατρική.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανοϊατρική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • νανοϊατρικήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)