νανομικροηλεκτρονική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νανομικροηλεκτρονική < νανο- + μικροηλεκτρονική
Ουσιαστικό επεξεργασία
νανομικροηλεκτρονική θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νανομικροηλεκτρονική
|