Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανομετρολογία οι νανομετρολογίες
      γενική της νανομετρολογίας των νανομετρολογιών
    αιτιατική τη νανομετρολογία τις νανομετρολογίες
     κλητική νανομετρολογία νανομετρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανομετρολογία < νανο- + μετρολογία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanometrology

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /na.no.me.tɾo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νο‐με‐τρο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανομετρολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr