Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναματερό τα ναματερά
      γενική του ναματερού των ναματερών
    αιτιατική το ναματερό τα ναματερά
     κλητική ναματερό ναματερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναματερό < νάμα + -τερό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναματερό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη νάμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία