ναματερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ναματερό | τα | ναματερά |
γενική | του | ναματερού | των | ναματερών |
αιτιατική | το | ναματερό | τα | ναματερά |
κλητική | ναματερό | ναματερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαναματερό ουδέτερο
- (θρησκεία) σκεύος που χρησιμεύει για τη φύλαξη του οίνου ο οποίος χρησιμοποιείται στην τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νάμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναματερό
|