νάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νάμα | τα | νάματα |
γενική | του | νάματος | των | ναμάτων |
αιτιατική | το | νάμα | τα | νάματα |
κλητική | νάμα | νάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νάμα < αρχαία ελληνική νᾶμα < νάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (ρέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανάμα ουδέτερο
- το νερό της πηγής
- (μεταφορικά) οτιδήποτε αναζωογονεί ή εμπνέει
- τα νάματα της σοφίας
- το κρασί της Θείας Κοινωνίας που πωλείται όμως και στην αγορά (απ' τα ίδια αμπέλια και βαρέλια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νάμα