Ετυμολογία

επεξεργασία
νεο- < αρχαία ελληνική νεο- (νέο(ς) ή λόγιο δάνειο από διαγλωσσικούς όρους neo-[1]

  Πρόθημα

επεξεργασία

νεο-, νεό-νε- πριν από φωνήεν)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεο- < νέο(ς)

  Πρόθημα

επεξεργασία

'νεο-, νεό-



  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεο- < νέο(ς)

  Πρόθημα

επεξεργασία

νεο-, νεό-νε- πριν από φωνήεν)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

μορφές:

Δείτε επίσης

επεξεργασία