νέμειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νέμειος | η | νέμεια | το | νέμειο |
γενική | του | νέμειου | της | νέμειας | του | νέμειου |
αιτιατική | τον | νέμειο | τη | νέμεια | το | νέμειο |
κλητική | νέμειε | νέμεια | νέμειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νέμειοι | οι | νέμειες | τα | νέμεια |
γενική | των | νέμειων | των | νέμειων | των | νέμειων |
αιτιατική | τους | νέμειους | τις | νέμειες | τα | νέμεια |
κλητική | νέμειοι | νέμειες | νέμεια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νέμειος < αρχαία ελληνική Νέμειος < Νεμέα + -ειος, -εια, -ειο. Δείτε στα αρχαία ελληνικά: Νεμείη (επικός τύπος για τη Νεμέα), και τα Νέμειος, Νέμεος, Νεμειαῖος, Νεμεαῖος, Νεμεακός[1], Νεμεάτης
Επίθετο επεξεργασία
νέμειος
- οτιδήποτε προέρχεται από, αφορά ή/και σχετίζεται με την Νεμέα
Συνώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- ως ουσιαστικό: Νέμειος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Νεμέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.