↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μύγδαλο τα μύγδαλα
      γενική του μύγδαλου των μύγδαλων
    αιτιατική το μύγδαλο τα μύγδαλα
     κλητική μύγδαλο μύγδαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύγδαλο < αμύγδαλο, με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύγδαλο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία