μυγδαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυγδαλιά | οι | μυγδαλιές |
γενική | της | μυγδαλιάς | των | μυγδαλιών |
αιτιατική | τη | μυγδαλιά | τις | μυγδαλιές |
κλητική | μυγδαλιά | μυγδαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυγδαλιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυγδαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυγδαλιά
→ δείτε τη λέξη αμυγδαλιά |