σλόγκαν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σλόγκαν < αγγλική slogan < σκωτικά γαελικά sluagh-ghairm (κραυγή μάχης) < παλαιά ιρλανδικά slúag, slóg (στρατός) < πρωτοκελτική *slougos (στράτευμα, στρατός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *slowgʰo- (συνοδεία) + παλαιά ιρλανδικά gairm (κραυγή) < πρωτοκελτική *garman- / *garrman- (κραυγή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵh₂r-smn- < *ǵh₂r- (κραυγάζω, φωνάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασλόγκαν ουδέτερο άκλιτο
- σύντομο διαφημιστικό μήνυμα εμπορικού ή πολιτικού περιεχομένου, διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο που να το προσέχει ο δέκτης και να παραμένει στη μνήμη του
- ※ Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε ένα καινούργιο σλόγκαν: «συναισθηματική απιστία». Θεωρείται ό,τι πιο προχωρημένο στο σύγχρονο λεξικό της απιστίας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει πως η προδοσία δεν συνεπάγεται τη σεξουαλική επαφή, αλλά, μάλλον, μια ανάρμοστη συναισθηματική εγγύτητα η οποία θα έπρεπε να προορίζεται αποκλειστικά για τον σύντροφό μας.
- Εsther Perel, Τα πρόσωπα της απιστίας, μετάφραση από τα αγγλικά: Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου (Αθήνα: Κέλευθος, 2018, ISBN 978-618-84065-1-3), σ. 50.
- ※ Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε ένα καινούργιο σλόγκαν: «συναισθηματική απιστία». Θεωρείται ό,τι πιο προχωρημένο στο σύγχρονο λεξικό της απιστίας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει πως η προδοσία δεν συνεπάγεται τη σεξουαλική επαφή, αλλά, μάλλον, μια ανάρμοστη συναισθηματική εγγύτητα η οποία θα έπρεπε να προορίζεται αποκλειστικά για τον σύντροφό μας.