↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναισθηματική απιστία οι συναισθηματικές απιστίες
      γενική της συναισθηματικής απιστίας των συναισθηματικών απιστιών
    αιτιατική τη συναισθηματική απιστία τις συναισθηματικές απιστίες
     κλητική συναισθηματική απιστία συναισθηματικές απιστίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναισθηματική απιστία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική emotional infidelity και emotional cheating

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

συναισθηματική απιστία θηλυκό

  • (νεολογισμός, ψυχολογία) η κατάσταση στην οποία ένας σύντροφος στο πλαίσιο μιας σχέσης ή γάμου αναπτύσσει ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με τρίτο πρόσωπο, χωρίς την ύπαρξη ερωτικής επαφής
    ※  Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε ένα καινούργιο σλόγκαν: «συναισθηματική απιστία». Θεωρείται ό,τι πιο προχωρημένο στο σύγχρονο λεξικό της απιστίας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει πως η προδοσία δεν συνεπάγεται τη σεξουαλική επαφή, αλλά, μάλλον, μια ανάρμοστη συναισθηματική εγγύτητα η οποία θα έπρεπε να προορίζεται αποκλειστικά για τον σύντροφό μας.
    Εsther Perel, Τα πρόσωπα της απιστίας, μετάφραση από τα αγγλικά: Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου (Αθήνα: Κέλευθος, 2018, ISBN 978-618-84065-1-3), σ. 50.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία