Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόρσο τα μόρσα
      γενική του μόρσου των μόρσων
    αιτιατική το μόρσο τα μόρσα
     κλητική μόρσο μόρσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόρσο < ιταλική morso < λατινική morsus, μετοχή του ρήματος mordere (δαγκώνω)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmoɾ.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόρ‐σο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόρσο ουδέτερο

  • στενό κομμάτι σανίδας που προεξέχει και τοποθετείται σε μια εσοχή άλλης σανίδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)