μόρσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόρσο | τα | μόρσα |
γενική | του | μόρσου | των | μόρσων |
αιτιατική | το | μόρσο | τα | μόρσα |
κλητική | μόρσο | μόρσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmoɾ.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μόρ‐σο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μόρσο ουδέτερο
- στενό κομμάτι σανίδας που προεξέχει και τοποθετείται σε μια εσοχή άλλης σανίδας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)