μόρσιμον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μόρσιμον | τὰ | μόρσιμᾰ |
γενική | τοῦ | μορσίμου | τῶν | μορσίμων |
δοτική | τῷ | μορσίμῳ | τοῖς | μορσίμοις |
αιτιατική | τὸ | μόρσιμον | τὰ | μόρσιμᾰ |
κλητική ὦ! | μόρσιμον | μόρσιμᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μορσίμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μορσίμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μόρσιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μόρσιμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μόρσιμον ουδέτερο
- το πεπρωμένο, η ειμαρμένη
- ※ ἰδοὺ σιγῶ· σὺν τοῖς ἃλλοις πᾶσι πείσομαι καὶ πάθω τὸ μόρσιμον (Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, 263 (@greek‑language.gr μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης)
- ※ [...] ἤγουν το πεπρωμένον. τοῦτ' ἒϛι, τὸ εἳμαρνένον (σχόλιo έκδοσης (1818) Conrad Schwenck @books.google)
- ※ ἰδοὺ σιγῶ· σὺν τοῖς ἃλλοις πᾶσι πείσομαι καὶ πάθω τὸ μόρσιμον (Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, 263 (@greek‑language.gr μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Μόρσιμα - Αμόρσιμα (1962) έργο για πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο. Ιάννης Ξενάκης (Iannis Xenakis). Καταχώριση ηχητικού τεκμηρίου μουσικού έργου, Βιβλιοθήκη Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΑΠΘ) πρόσβαση:2019.06.20.
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μόρσιμον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μόρσιμον
- αρσενικό αιτιατική ενικού του μόρσιμος
- ουδέτερο ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μόρσιμον
Πηγές επεξεργασία
- μόρσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόρσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.