↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόναση οι μονάσεις
      γενική της μόνασης* των μονάσεων
    αιτιατική τη μόναση τις μονάσεις
     κλητική μόναση μονάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόναση < μεσαιωνική ελληνική μόνασις[1] < μονάζω < ελληνιστική κοινή μονάζω < αρχαία ελληνική μόνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόναση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. μόνασις Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].