Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυροδοχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μυροδοχεί
ο
τα
μυροδοχεί
α
γενική
του
μυροδοχεί
ου
των
μυροδοχεί
ων
αιτιατική
το
μυροδοχεί
ο
τα
μυροδοχεί
α
κλητική
μυροδοχεί
ο
μυροδοχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
μυροδοχείο του 1ου αιώνα μ.Χ.
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυροδοχείο
<
μύρο
+
-ο-
+
δοχείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυροδοχείο
ουδέτερο
(
σπάνιο
)
δοχείο
που περιέχει
μύρο
(
ειδικότερα
,
θρησκεία
)
δοχείο
που περιέχει
Άγιο Μύρο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Άγιο Μύρο
στη
Βικιπαίδεια
μυρεψός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυροδοχείο
αγγλικά
:
unguentarium
(en)