Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυξαδένας οι μυξαδένες
      γενική του μυξαδένα των μυξαδένων
    αιτιατική τον μυξαδένα τους μυξαδένες
     κλητική μυξαδένα μυξαδένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυξαδένας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μυξαδήν, από την αιτιατική «τὸν μυξαδένα» < αρχαία ελληνική μύξα + ἀδήν. Συγχρονικά αναλύεται σε μύξ(α) + αδένας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυξαδένας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)