καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυξαδήν οἱ μυξαδένες
      γενική τοῦ μυξαδένος τῶν μυξαδένων
      δοτική τῷ μυξαδένι τοῖς μυξαδέσι(ν)
    αιτιατική τὸν μυξαδένα τοὺς μυξαδένας
     κλητική ! μυξαδήν μυξαδένες
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυξαδήν (μαρτυρείται από το 1843)[1] < αρχαία ελληνική μύξ(α) + ἀδήν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυξαδήν, -ένος αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 678, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου