μυλοτόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυλοτόπι | τα | μυλοτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μυλοτόπι | τα | μυλοτόπια |
κλητική | μυλοτόπι | μυλοτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυλοτόπι < μεσαιωνική ελληνική μυλοτόπιον[1] < ελληνιστική κοινή μύλος < αρχαία ελληνική μύλη + αρχαία ελληνική τόπος. Μορφολογικά αναλύεται σε μύλ(ος) + -ο- + -τόπι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυλοτόπι ουδέτερο
- άλλη μορφή του μυλότοπος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυλοτόπι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μυλοτόπι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)