μυλοστάσιον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μυλοστάσιον | τὰ | μυλοστάσιᾰ |
γενική | τοῦ | μυλοστασίου | τῶν | μυλοστασίων |
δοτική | τῷ | μυλοστασίῳ | τοῖς | μυλοστασίοις |
αιτιατική | τὸ | μυλοστάσιον | τὰ | μυλοστάσιᾰ |
κλητική ὦ! | μυλοστάσιον | μυλοστάσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυλοστασίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυλοστασίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυλοστάσιον < ελληνιστική κοινή μύλος + αρχαία ελληνική ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυλοστάσιον ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μυλοστάσιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)