↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μυλοστάσιον τὰ μυλοστάσι
      γενική τοῦ μυλοστασίου τῶν μυλοστασίων
      δοτική τῷ μυλοστασί τοῖς μυλοστασίοις
    αιτιατική τὸ μυλοστάσιον τὰ μυλοστάσι
     κλητική ! μυλοστάσιον μυλοστάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυλοστασίω
γεν-δοτ τοῖν  μυλοστασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυλοστάσιον < ελληνιστική κοινή μύλος + αρχαία ελληνική ἵστημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυλοστάσιον ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία