Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυλαύλακας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μυλαύλακ
ας
οι
μυλαύλακ
ες
γενική
του
μυλαύλακ
α
των
μυλαυλάκ
ων
αιτιατική
τον
μυλαύλακ
α
τους
μυλαύλακ
ες
κλητική
μυλαύλακ
α
μυλαύλακ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυλαύλακας
<
μύλος
+
-ο-
+
αύλακας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυλαύλακας
αρσενικό
άλλη μορφή
του
μυλαύλακο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυλαύλακας
→
δείτε
τη λέξη
μυλαύλακο