Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυδοκαλλιεργητής οι μυδοκαλλιεργητές
      γενική του μυδοκαλλιεργητή των μυδοκαλλιεργητών
    αιτιατική τον μυδοκαλλιεργητή τους μυδοκαλλιεργητές
     κλητική μυδοκαλλιεργητή μυδοκαλλιεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυδοκαλλιεργητής < μύδι + -ο- + καλλιεργητής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυδοκαλλιεργητής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία