Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυδοκαλλιέργεια οι μυδοκαλλιέργειες
      γενική της μυδοκαλλιέργειας των μυδοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη μυδοκαλλιέργεια τις μυδοκαλλιέργειες
     κλητική μυδοκαλλιέργεια μυδοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυδοκαλλιέργεια < μύδ(ι) + -ο- + -καλλιέργεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυδοκαλλιέργεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία