μυατονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυατονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myatonie < αρχαία ελληνική μῦς + ελληνιστική κοινή ἀτονία < αρχαία ελληνική τείνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.a.toˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐α‐το‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυατονία θηλυκό