μπόχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπόχα | οι | μπόχες |
γενική | της | μπόχας | — | |
αιτιατική | την | μπόχα | τις | μπόχες |
κλητική | μπόχα | μπόχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπόχα < αβέβαιης ετυμολογίας
- Κάποιες προτάσεις είναι:
- από έναν αμάρτυρο *πόχα με ηχηροποίηση του αρχικού p/ > [b] από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική [tin-p > timb > tim-b] < *απόχα με αποβολή του αρχικού [a] από συμπροφορά με το αόριστο άρθρο και ανασυλλαβισμό [mia-ap > miap > mi-ap] < ελληνιστική κοινή ἀποχ(ύνω) (χύνω, αναδίδω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)[1][2]
- κατ᾿ άλλους < μπούφφα < υπ-όμφα[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μπόχα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 LSJ - μπόχα
Πηγές
επεξεργασία
- μπόχα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)