μπουχός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπουχός | οι | μπουχοί |
γενική | του | μπουχού | των | μπουχών |
αιτιατική | τον | μπουχό | τους | μπουχούς |
κλητική | μπουχέ | μπουχοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουχός < αρωμουνική puho (σκόνη)[1] < σλαβικής προέλευσης puh[2] [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουχός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουχός
|
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μπουχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας