μπουρλέσκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουρλέσκ < γαλλική burlesque < ιταλική burlesco < burla < υστερολατινική burra < λατινική burrus < αρχαία ελληνική πυρρός (αντιδάνειο) < πῦρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουρλέσκ ουδέτερο άκλιτο
- (θέατρο, κινηματογράφος) μίμηση καλλιτεχνήματος με κωμική προσέγγιση, όπου το ασόβαρο και ελαφρό αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και το αντίθετο
- (κατ’ επέκταση) απίστευτη, εξωπραγματική κωμική κατάσταση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Burlesque στην αγγλική Βικιπαίδεια