Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το μπουρλέσκο
      γενική του μπουρλέσκου
    αιτιατική το μπουρλέσκο
     κλητική μπουρλέσκο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουρλέσκο < ιταλική burlesco

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουρλέσκο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία