μπουμπούκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουμπούκος < μπουμπούκα (αναδρομικός σχηματισμός)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουμπούκος αρσενικό
- προσωνύμιο για άντρα, οικείο, χαϊδευτικό ή μειωτικό, ανάλογα με την περίσταση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουμπούκος
|