Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζουτζούκος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζουτζούκος αρσενικό

  • χαϊδευτικό προσωνύμιο για άντρα, που εκλαμβάνεται όμως ως μειωτικός χαρακτηρισμός έξω από το στενό πλαίσιο μιας σχέσης οικειότητας. Συνώνυμο του μπουμπούκος, αλλά πιο μειωτικό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

λέξεις με κατάληξη -ούκος επεξεργασία