↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουμπούκα οι μπουμπούκες
      γενική της μπουμπούκας
    αιτιατική την μπουμπούκα τις μπουμπούκες
     κλητική μπουμπούκα μπουμπούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουμπούκα < μπουμπού + -κα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουμπούκα θηλυκό (αρσενικό μπουμπούκος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία