Δείτε επίσης: Μπουμπού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουμπού οι μπουμπούδες
      γενική της μπουμπούς των μπουμπούδων
    αιτιατική την μπουμπού τις μπουμπούδες
     κλητική μπουμπού μπουμπούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουμπού < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουμπού θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία