Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουλούκμπασης οι μπουλουκμπασήδες
      γενική του μπουλούκμπαση των μπουλουκμπασήδων
    αιτιατική τον μπουλούκμπαση τους μπουλουκμπασήδες
     κλητική μπουλούκμπαση μπουλουκμπασήδες
Και άλλοι ιδιωματικοί πληθυντικοί: μπουλουκμπασάδες, μπουλουκμπασιάδες.
Κατηγορία όπως «μπουλούκμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουλούκμπασης < τουρκική bölükbaşı (μπουλούκμπασης, αξιωματικός των γενιτσάρων)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουλούκμπασης αρσενικό (πληθυντικοί: μπουλουκμπασήδες, μπουλουκμπασάδες, μπουλουκμπασιάδες)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία