Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουλονόκλειδο τα μπουλονόκλειδα
      γενική του μπουλονόκλειδου των μπουλονόκλειδων
    αιτιατική το μπουλονόκλειδο τα μπουλονόκλειδα
     κλητική μπουλονόκλειδο μπουλονόκλειδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουλονόκλειδο < μπουλόνι + κλειδί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουλονόκλειδο ουδέτερο

  • (μηχανολογία): ειδικό μεταλλικό εργαλείο - κλειδί, που λειτουργεί ως μοχλός, προσθαφαίρεσης μπουλονιών και τασιών από τις ζάντες των οχημάτων.

  Μεταφράσεις επεξεργασία