μπουκαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουκαλάκι | τα | μπουκαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπουκαλάκι | τα | μπουκαλάκια |
κλητική | μπουκαλάκι | μπουκαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουκαλάκι < μπουκάλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκαλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μπουκάλι