μπουγιότα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουγιότα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bouillotte + -α < bouillir (βράζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουγιότα θηλυκό
- η θερμοφόρα
- ↪ Πιες ένα χαμομήλι, βάλε μια μπουγιότα και θα σου περάσει.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουγιότα
|