μπιρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπιρίτσα | οι | μπιρίτσες |
γενική | της | μπιρίτσας | — | |
αιτιατική | την | μπιρίτσα | τις | μπιρίτσες |
κλητική | μπιρίτσα | μπιρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπιρίτσα < μπίρα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /biˈɾi.t͡sa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπιρίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του μπίρα