μπιμπερό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπιμπερό | τα | μπιμπερά |
γενική | του | μπιμπερού | των | μπιμπερών |
αιτιατική | το | μπιμπερό | τα | μπιμπερά |
κλητική | μπιμπερό | μπιμπερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπιμπερό < (λόγιο δάνειο) γαλλική biberon[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπιμπερό ουδέτερο άκλιτο
- είδος μπουκαλιού στο οποίο τοποθετείται τεχνητή θηλή και χρησιμοποιείται κυρίως για παροχή τροφής σε μικρά (ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπιμπερό
- ↑ μπιμπερό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας