Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιετάκι τα μπιλιετάκια
      γενική
    αιτιατική το μπιλιετάκι τα μπιλιετάκια
     κλητική μπιλιετάκι μπιλιετάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιλιετάκι < μπιλιέτ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bi.ʎeˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐λιε‐τά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιλιετάκι ουδέτερο

  1. (μεταφορικά, σκωπτικό) σύντομο γράμμα
    Σου έστειλα κι ένα μπιλιετάκι με το λογαριασμό.
  2. (παρωχημένο) υποκοριστικό του μπιλιέτο [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία