πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιετάκι τα μπιλιετάκια
      γενική
    αιτιατική το μπιλιετάκι τα μπιλιετάκια
     κλητική μπιλιετάκι μπιλιετάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bi.ʎeˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπιλιετάκι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιλιετάκι ουδέτερο

  1. (μεταφορικά, σκωπτικό) σύντομο γράμμα
      Σου έστειλα κι ένα μπιλιετάκι με το λογαριασμό.
  2. (παρωχημένο) υποκοριστικό του μπιλιέτο [1]

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία