μπιλιετάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπιλιετάκι | τα | μπιλιετάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπιλιετάκι | τα | μπιλιετάκια |
κλητική | μπιλιετάκι | μπιλιετάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπιλιετάκι < μπιλιέτ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bi.ʎeˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐λιε‐τά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπιλιετάκι ουδέτερο
- (μεταφορικά, σκωπτικό) σύντομο γράμμα
- ⮡ Σου έστειλα κι ένα μπιλιετάκι με το λογαριασμό.
- (παρωχημένο) υποκοριστικό του μπιλιέτο [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μπιλιέτο, μπιλιετάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας