μπιλιέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπιλιέτο | τα | μπιλιέτα |
γενική | του | μπιλιέτου | των | μπιλιέτων |
αιτιατική | το | μπιλιέτο | τα | μπιλιέτα |
κλητική | μπιλιέτο | μπιλιέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπιλιέτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπιλιέτο ουδέτερο
- σύντομο μήνυμα σε ένα κομμάτι χαρτί, πρόχειρο γράμμα