↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιέτο τα μπιλιέτα
      γενική του μπιλιέτου των μπιλιέτων
    αιτιατική το μπιλιέτο τα μπιλιέτα
     κλητική μπιλιέτο μπιλιέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπιλιέτο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιλιέτο ουδέτερο

  • σύντομο μήνυμα σε ένα κομμάτι χαρτί, πρόχειρο γράμμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία