μπεκρούλιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπεκρούλιασμα < μπεκρουλιάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεκρούλιασμα ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
- παράπιομα (από το πιόμα, σπανιότερα παράπιωμα από το σπάνιο πιώμα[1], πίνω με διατήρηση του ω)
- τσούξιμο