Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπεκρούλιασμα τα μπεκρουλιάσματα
      γενική του μπεκρουλιάσματος των μπεκρουλιασμάτων
    αιτιατική το μπεκρούλιασμα τα μπεκρουλιάσματα
     κλητική μπεκρούλιασμα μπεκρουλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκρούλιασμα < μπεκρουλιάζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκρούλιασμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία